- διωνύμου
- διώνυμοςwith two namesmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διωνυμικός — ή, ό [διώνυμο] αυτός που αναφέρεται στο ανάπτυγμα τού διωνύμου … Dictionary of Greek
συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… … Dictionary of Greek
αριθμητικό τρίγωνο — Τριγωνικός αριθμητικός πίνακας για τη σύνταξη των συντελεστών των διωνύμων. Στις πλευρές του βρίσκονται οι μονάδες. Στο εσωτερικό του οι αριθμοί σχηματίζονται με την πρόσθεση των δύο αριθμών που βρίσκονται πάνω από τον δοσμένο: H (ν + 1) σειρά… … Dictionary of Greek
Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… … Dictionary of Greek